- zawete
- кір. завіцьзавить
Беларуска (лацінка)-рускі слоўнік і слоўнік беларускай кірыліцы.
Беларуска (лацінка)-рускі слоўнік і слоўнік беларускай кірыліцы.
τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… … Dictionary of Greek